- χαμαίρυτον
- χᾰμαί-ρῠτον, τό,A = στρούθιον, Ps.-Dsc.2.163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαίρυτον — τὸ, Α το φυτό στρουθίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ῥέω] … Dictionary of Greek